Ἐρατοῦς

Ἐρατοῦς
Ἐρατώ
Erato
fem nom/voc pl
Ἐρατώ
Erato
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἐρατούς — Ἐρατός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατούς — ἐρατός lovely masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Eratvs — ERĂTVS, untis, Gr. Ἐρατοῦς, οῦντος, (⇒ Tab. XVII.) einer von den vielen Söhnen des Herkules, welche er mit des Thespius Töchtern zeugete. Apollod. lib. II. c. 7. §. ult …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • μαλός — I Αρχαία πόλη της Κιλικίας. Αναφέρεται και ως Μαλλός. Βρισκόταν σε ύψωμα, κοντά στις εκβολές του Πύραμου, και είχε χτιστεί από τους Αμφίλοχο και Μόψο. Η Μ. χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από τους Αντίγονο, Πτολεμαίο και Πομπήιο. Ο τελευταίος, κατά τον …   Dictionary of Greek

  • Κλεοφήμη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Ερατούς και του Μάλου. Από τον γάμο της με τον Φλεγύα έγινε μητέρα της Αίγλης ή Κορωνίδας και γιαγιά του Ασκληπιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”